τελούμενοι

τελούμενοι
τέλλω
accomplish
fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric)
τελέω
fulfil
fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric)
τελέω
fulfil
pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προτέλειος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από το τέλος μιας επίσημης πράξης 2. εκκλ. αυτός που έγινε τέλειος εκ τών προτέρων («προτέλειος Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτέλεια (ενν. ἱερά) η θυσία που προσφερόταν πριν από μια ιερή… …   Dictionary of Greek

  • χρυσάνθινα — τὰ, Α [χρυσανθής] αγώνες τελούμενοι στις Σάρδεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”